-
1 ποίηση
[пииси] ουσ. Θ. поэзия,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ποίηση
-
2 поэзия
-
3 пастораль
-и θ.βουκολική ποίηση, τα βουκολικά (το ποιμενικό στην ποίηση και μουσική). -
4 ассонанс
литер. η συνήχηση των φωνηέντων (στην ποίηση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ассонанс
-
5 гомогенизация
1. пищ. η ομοιογενο-ποίηση 2. мет. η ομοιογενοποίηση μέσωανόπτησης. >Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гомогенизация
-
6 дактиль
литер. о δάκτυλος (το μετρικό πόδι στην ποίηση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дактиль
-
7 двустопный
(литер) δίμετρος (μετρικό πόδι στην ποίηση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > двустопный
-
8 кавитация
η σπηλαίωση, η σπηλαιο-ποίηση- акустическая - ακουστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кавитация
-
9 лирика
литер. η λυρική ποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лирика
-
10 многостопный
(о стихотворении) (στην ποίηση) (ο) πολυσύλλαβος μετρικός πό-δας/πους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > многостопный
-
11 паронапряжение котла, удельное
η ειδική ατμοποίηση του λέβηταη ατμο-ποίηση ανά μονάδα επιφάνειας της θέρμανσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > паронапряжение котла, удельное
-
12 поэзия
η ποίησηбуколистическая - βουκολική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поэзия
-
13 преувеличение
η υπερβολή, η μεγαλο-ποίηση, η διόγκωση, (завышение оценки) η υπερεκτίμηση/υπερτίμηση-ность η υπερβολή, η μεγαλοποίηση-ный υπερβολικός, διογκωμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > преувеличение
-
14 прокатка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокатка
-
15 размельчать
θρυμματίζω κονι(ορτ)ο-ποιώ- ение το θρυμμάτισμα, η κονι(ορτ)ο-ποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > размельчать
-
16 самоопыление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > самоопыление
-
17 силикатизация
η πυριτίωση, η πυριτιο-ποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > силикатизация
-
18 хорей
литер. (двухсложная стопа) о τροχαίος, (στην αρχαία ποίηση) ο χορείος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хорей
-
19 вкус
вкусм1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:\вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι. -
20 индустриализация
индустриализ||ацияж ἡ βιομηχανο-ποίηση [-ις], ἡ ἐκβιομηχάνηση [-ις].
См. также в других словарях:
ποίηση — Λογοτεχνική σύνθεση στην οποία η έκφραση των αισθημάτων ή των εικόνων, η αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, ακόμα και η έκθεση επιστημονικών ή φιλοσοφικών αντιλήψεων, επιτυγχάνεται όχι μόνο με τη σημασία των λέξεων και των συνδυασμών… … Dictionary of Greek
ποίηση — η 1. η τέχνη να συνθέτει κανείς ποιήματα: Η ποίηση του Παλαμά. 2. το σύνολο των ποιητικών έργων μιας περιόδου: Η ποίηση κατά την τουρκοκρατία δεν ήταν αξιόλογη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυρική ποίηση — Ποίηση που εκφράζει κατά άμεσο τρόπο τα υποκειμενικά συναισθήματα, με χαρακτηριστικά μορφής και περιεχομένου που τη διαφοροποιούν από τα άλλα κύρια ποιητικά είδη (έπος και δράμα). Η διάκριση αυτή συνεχίζεται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αλλά… … Dictionary of Greek
ποιησῇ — ποιέω make fut ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήση — ποίησις fabrication fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήσῃ — ποιήσηι , ποίησις fabrication fem dat sg (epic) ποιέω make aor subj mid 2nd sg ποιέω make aor subj act 3rd sg ποιέω make fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… … Dictionary of Greek
διδακτική ποίηση — Ποιητικό είδος που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαιότητα και πραγματεύτηκε θέματα τεχνικού ή επιστημονικού περιεχομένου. Οι απαρχές της δ.π., όπως και της επικής, ήταν θρησκευτικές. Ασχολήθηκε με ποικίλα θέματα και είτε αποσκοπούσε στην ηθική… … Dictionary of Greek
αιολική ποίηση — Η λυρική ποίηση που καλλιέργησαν τα αιολικά φύλα, η οποία ονομαζόταν και μονωδιακή λυρική ποίηση, σε αντίθεση με τη χορική ή δωρική ποίηση. Εκτός από τις ειδικές μορφές μέτρου και μουσικής, την ποίηση αυτή τη διακρίνει και μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
γνωμική ποίηση — Ποιητικό είδος ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, στο οποίο οι ηθικές παραινέσεις δίνονται αποφθεγματικά και για τον λόγο αυτό ξεχωρίζει από τη διδακτική ποίηση. Τα πρώτα διδάγματα γ.π. τα συναντάμε στον Ησίοδο και αργότερα στον Φωκυλίδη, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη ποίηση — Εκτός από τη ζωγραφική η έννοια του «συγκεκριμένου» επηρέασε και τον ποιητικό λόγο και, γενικότερα, τη λογοτεχνία. Στην πρώτη χρονολογικά Ανθολογία συγκεκριμένης ποίησης (1983), που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ο ανθολόγος Κ. Γιαννουλόπουλος, ανάμεσα … Dictionary of Greek